- σωσίβιος
- Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Ιστορικός και γραμματικός από τη Λακεδαίμονα. Έζησε στην Αλεξάνδρεια τον 3o π.Χ. αι. Έγραψε Περί χρόνων ή Χρόνων αναγραφή, Περί βασιλείας, Περί Αλημάνος, Ομοιότητες, Περί των εν Λακεδαίμονι θυσιών, όπου περιγράφει πολλές σπαρτιατικές παραδόσεις. Τον ονόμασαν Λυτικό, επειδή προσπάθησε να λύσει όλες τις ερμηνευτικές δυσκολίες που υπήρχαν στους αρχαίους συγγραφείς. Ο Πλούταρχος και ο Παυσανίας χρησιμοποίησαν τα έργα του ως ιστορική πηγή.
2. Γλύπτης του 1ου π.Χ. αι. Έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα. Στο Λούβρο βρίσκεται ένας μαρμάρινος αμφορέας με την υπογραφή του.
3. Έλληνας δάσκαλος, που έζησε στη Ρώμη. Διατέλεσε παιδαγωγός του Βρετανικού, γιου του Κλαύδιου και της Μεσσαλίνας και αδελφού του Νέρωνα, θανατώθηκε έπειτα από δολοπλοκίες της Αγριπίνας.
4. Πολιτικός σύμβουλος του Πτολεμαίου Δ’ του Φιλοπάτορα. Ο Σ. άσκησε ολέθρια επιρροή στο βασιλιά τον οποίο έπεισε να σκοτώσει τη σύζυγο και αδελφή του Αρσινόη. Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου, τον σκότωσαν με ενέργειες του Αγαθοκλή.
* * *-α, -ο, Ν1. αυτός που χρησιμοποιείται για τη διάσωση κάποιου που βρίσκεται στη θάλασσα, σε λίμνη ή ποταμό2. το ουδ. ως ουσ. το σωσίβιοσυσκευή που επιπλέει και έχει αρκετά περιθώρια πλευστότητας ώστε να μπορεί να συγκρατήσει στην επιφάνεια τού νερού έναν άνθρωπο και χρησιμοποιείται για τη διάσωση ναυαγών ή για την ασφαλή κολύμβηση όσων δεν ξέρουν κολύμπι3. φρ. α) «σωσίβιος κρουνός»ναυτ. κάθε κρουνός τού μηχανοστασίου ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με μια αντλία για την αναρρόφηση νερού από το κύτος τού πλοίουβ) «σωσίβια λέμβος» — βλ. λέμβοςγ) «σωσίβια σχεδία»ναυτ. ειδικού τύπου σχεδία, κατασκευασμένη από ένα μεγάλο πλαίσιο από φελλό ή ξύλο και επενδεδυμένη με πανί, η οποία, μαζί με τα σωσίβια και τις σωσίβιες λέμβους, χρησιμοποιείται εφεδρικά σε περίπτωση ανάγκης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σωσι- (< σώζω) + βίος].
Dictionary of Greek. 2013.